Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανεβάζω στη

  • 1 ставить

    ставить 1) βάζω, τοποθετώ; \ставить что-л. на стол βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι; \ставить термометр βάζω το θερμόμετρο 2) (устанавливать) στήνω; \ставить памятник ανεγείρω μνημείο 3) театр, ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ ◇ \ставить диагноз κάνω διάγνωση; \ставить на голосование βάζω σε ψηφοφορία
    * * *
    1) βάζω, τοποθετώ

    ста́вить что-л. на стол — βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι

    ста́вить термо́метр — βάζω το θερμόμετρο

    ста́вить па́мятник — ανεγείρω μνημείο

    3) театр. ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ
    ••

    ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση

    ста́вить на голосова́ние — βάζω σε ψηφοφορία

    Русско-греческий словарь > ставить

  • 2 сцена

    сцена ж η σκηνή; ставить на \сценае ανεβάζω στη σκηνή
    * * *
    ж
    η σκηνή

    ста́вить на сце́не — ανεβάζω στη σκηνή

    Русско-греческий словарь > сцена

  • 3 ввести

    введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.
    1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•

    ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•

    ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.

    || ανεβάζω•

    ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•

    ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.

    || οδηγώ, τραβώ, έλκω•

    ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.

    2. φέρνω• γνωρίζω•

    ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.

    3. καθιερώνω, βάζω•

    ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.

    || θέτω, βάζω•

    ввести в употребление βάζω σε χρήση•

    ввести в действие θέτω σε ισχύ.

    εκφρ.
    ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.
    εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•

    это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > ввести

  • 4 σκηνή

    η
    1) палатка; шатёр; 2) театр, сцена;

    τό ανέβασμα στη σκηνή — постановка;

    η τοποθέτηση στη σκηνή — мизансцена;

    πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης — первая сцена третьего действия;

    ανεβάζω στη σκηνή ( — или ανεβιβάζω επί της σκηνής) — ставить на сцене;

    ανέρχομαι στη σκηνή — или ανέρχομαι επί της σκηνής — становиться актёром;

    З) перен. сцена;

    δημιουργώ ( — или κάνω) σκηνές — устраивать сцены;

    4) театр, занавес;
    5) театр, декорация

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκηνή

  • 5 втащить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втащенный, βρ: -щен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. βάζω, μπάζω τραβώντας, σύροντας.
    2. ανεβάζω σύροντας, τραβώντας•

    втащить на лестницу ανεβάζω στη σκάλα σύροντας.

    μπαίνω, εισέρχομαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > втащить

  • 6 сцена

    θ.
    1. (θεατρ.) σκηνή•

    сцена отделена от зрительного зала занавесом η σκηνή χωρίζεται από την αίθουσα με αυλαία•

    поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή•

    финальная сцена первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης•

    действие первое, сцена вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη.

    2. επεισόδιο• συμβάν•

    сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον•

    -ревности σκηνή ζηλοτυπίας•

    семеиная сцена οικογενειακή σκηνή.

    εκφρ.
    явиться на -е – εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)•
    сойти со -ы – φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (αποσύρομαι από κάτι)•
    играть на -е – παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός).

    Большой русско-греческий словарь > сцена

  • 7 ставить

    1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω
    - на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων
    6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτω
    - вопрос θέτω το ζήτημα/θέμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить

  • 8 сцена

    сцен||а
    ж в разн. знач. ἡ σκηνή:
    ставить на \сценае ἀνεβάζω στή σκηνή· устраивать \сценаы кому́-л. перен κάνω (или δημιουργώ) σκηνή κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > сцена

  • 9 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 10 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 11 ставить

    ставить
    несов
    1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:
    \ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·
    2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:
    \ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·
    3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:
    \ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·
    4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:
    \ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·
    5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα.

    Русско-новогреческий словарь > ставить

  • 12 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

См. также в других словарях:

  • ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • παρασταίνω — και παριστάνω και παραστήνω παράστησα, παραστάθηκα, παραστημένος 1. παρουσιάζω με λόγια ή με κινήσεις κάτι: Μας παράστησε τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. εικονίζω, δείχνω: Είδα και μια παλιά εικόνα· παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου (Γ. Σεφέρης).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκηνοθετώ — σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος 1. ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο ή γυρίζω κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου: Η ταινία «Ιβάν ο Tρομερός» σκηνοθετήθηκε από τον Αϊζενστάιν. 2. καταφεύγω σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»